- Βομβάη
- η г. Бомбей
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Βομβάη — (Bombay ή Mumbai).Πόλη (11.914.398 κάτ. το 2001) της Ινδικής Ένωσης (Ινδίας), πρωτεύουσα του ομοσπονδιακού κράτους Μαχαράστρα, χτισμένη σε μια θαυμάσια τοποθεσία στο Σαλσέτ, νησί κοντά στις ακτές του Περσικού κόλπου. Το 1534, ο σουλτάνος του… … Dictionary of Greek
Μπάμπα, Xόμι — (Βομβάη 1901 – 1966). Ινδός φυσικός. Τελείωσε τις σπουδές του στη Βομβάη και τις ολοκλήρωσε στο Κέιμπριτζ, με ειδίκευση στην Ατομική και Πυρηνική Φυσική. Υπήρξε καθηγητής της Θεωρητικής Φυσικής στο Πανεπιστήμιο της Βομβάης και διευθυντής του… … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
Μαχαράστρα — (Maharashtra). Ομόσπονδο κρατίδιο (307.762 τ. χλμ., 96.752.247 κάτ. το 2001) της Ινδίας, με πρωτεύουσα τη Βομβάη, (Bombay, 16.368.084 κάτ.). Συνορεύει με τα ομόσπονδα κράτη Γκουντζαράτ στα ΒΔ, Μάντγια Πραντές στα Β και Α και Άντρα Πραντές και… … Dictionary of Greek
Μαδράς — ή (επίσημα) Τσενάι (Madras, επίσημα Chennai). Πόλη (6.424.624 κάτ. το 2001) της νοτιοανατολικής Ινδίας, πρωτεύουσα του ομόσπονδου κρατιδίου Ταμίλ Ναντού (130.058 τ. χλμ., 62.110.839 κάτ.), στην ακτή του κόλπου της Βεγγάλης. Τέταρτη μεγαλούπολη… … Dictionary of Greek
Πάρσοι — Όνομα που σήμαινε αρχικά Πέρσες και με το οποίο χαρακτηρίζονται οι απόγονοι της ζωροαστρικής κοινότητας που μετανάστευσαν στην Ινδία, μετά την κατάκτηση της Περσίας από τους Άραβες, για να μην υποχρεωθούν να ασπαστούν τον ισλαμισμό (7ος – 8ος… … Dictionary of Greek
Names of Asian cities in different languages — This is a list of cities in Asia that have several different names in different languages, including former (e.g. colonial) names. Many cities have different names in different languages. Some cities have also undergone name changes for political … Wikipedia
ελεφαντόδοντο — Ουσία από την οποία αποτελούνται οι χαυλιόδοντες του ελέφαντα, του ιπποπόταμου, του θαλάσσιου ελέφαντα, του μαμούθ και του μαστόδοντα (απολιθωμένου ελέφαντα), καθώς και ο μακρύς κυνόδοντας των μονόδοντων μονόκερων. Το ε. αποτελείται κατά 60% από… … Dictionary of Greek
Αβέρωφ — Εύδρομο θωρηκτό του ελληνικού ναυτικού, που ναυπηγήθηκε στο Λιβόρνο της Ιταλίας τα έτη 1909 11 και αγοράστηκε από την κυβέρνηση Κυρ. Μαυρομιχάλη αντί 22.300.000 δρχ. Για την πληρωμή του ποσού διατέθηκαν περίπου 8.000.000 δρχ. που βρίσκονταν στη… … Dictionary of Greek
Αικατερίνη — I Όνομα αγίων της Δυτ. Καθολικής Εκκλησίας. 1. Α. της Μπολόνια (1413 – 1463). Γεννήθηκε στην Μπολόνια, ανατράφηκε όμως στη Φεράρα. Σε ηλικία 17 ετών μπήκε στο μοναχικό τάγμα της Αγίας Κλάρας. Το 1457 έγινε ηγουμένη της μονής του τάγματος αυτού… … Dictionary of Greek
Ασία — I Mία από τις πέντε ηπείρους. Βρίσκεται ολόκληρη σχεδόν στο βόρειο ημισφαίριο, και από γεωμορφολογική άποψη αποτελεί με την Ευρώπη αδιαχώριστη ενότητα, στην οποία δίνεται η ονομασία Ευρασία. H Α. είναι η μεγαλύτερη από όλες τις ηπείρους. Καλύπτει … Dictionary of Greek